- ὀλισθηρᾷ
- ὀλισθήειςfem dat sg (attic doric aeolic)ὀλισθηρόςslipperyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλισθηρά — ὀλισθήεις neut nom/voc/acc pl ὀλισθηρά̱ , ὀλισθήεις fem nom/voc/acc dual ὀλισθηρά̱ , ὀλισθήεις fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀλισθηρός slippery neut nom/voc/acc pl ὀλισθηρά̱ , ὀλισθηρός slippery fem nom/voc/acc dual ὀλισθηρά̱ , ὀλισθηρός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλισθηρᾶι — ὀλισθηρᾷ , ὀλισθήεις fem dat sg (attic doric aeolic) ὀλισθηρᾷ , ὀλισθηρός slippery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλισθηράν — ὀλισθηρά̱ν , ὀλισθήεις fem acc sg (attic doric aeolic) ὀλισθηρά̱ν , ὀλισθηρός slippery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλισθηράς — ὀλισθηρά̱ς , ὀλισθήεις fem acc pl ὀλισθηρά̱ς , ὀλισθηρός slippery fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek